- μεγαλόσταχυς
- μεγᾰλό-στᾰχυς, υ,A with large spikes,
νάρδος Dsc.1.7
, cf. Thphr.HP8.4.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νάρδος Dsc.1.7
, cf. Thphr.HP8.4.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλόσταχυς — μεγαλόσταχυς, υ (Α) αυτός που έχει μεγάλο στάχυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στάχυς (πρβλ. καλλί σταχυς, πολύ σταχυς)] … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek